βαμβακόμελο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /vam.vaˈko.me.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βαμ‐βα‐κό‐με‐λο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βαμβακόμελο ουδέτερο
- το μέλι που παράγεται (συλλέγουν οι μέλισσες) από άνθη βαμβακιάς
- ※ Το βαμβακόμελο είναι μία από τις αμιγείς κατηγορίες μελιού που παράγει η Ελλάδα σε μεγάλες ποσότητες. [1] πτυχιακή εργασία, 2021, Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής, σελ.20.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βαμβακόμελο
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα βαμβακό- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)