βαπόρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βαπόρι τα βαπόρια
      γενική του βαποριού των βαποριών
    αιτιατική το βαπόρι τα βαπόρια
     κλητική βαπόρι βαπόρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βαπόρι < (άμεσο δάνειο) ιταλική nave a vapore (ατμοκίνητο πλοίο, ατμόπλοιο), vapore[1] < λατινική vapor (καπνός) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kwep (βρασμός, καπνός, κάπνισμα)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βαπόρι ουδέτερο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]