βαρδιάτορας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βαρδιάτορας αρσενικό
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βαρδιάτορας
→ δείτε τη λέξη φρουρός |