βασίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βασίζω < βάση + -ίζω

βασίζω, πρτ.: βάσιζα, στ.μέλλ.: θα βασίσω, αόρ.: βάσισα, παθ.φωνή: βασίζομαι, μτχ.π.π.: βασισμένος

  1. χρησιμοποιώ κάτι ως βάση, αφετηρία ή στήριγμα για περαιτέρω ενέργειες
    ο συνήγορος έχει βασίσει όλη την υπεράσπιση πάνω στη μαρτυρία ενός αυτόπτη μάρτυρα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]