βασανίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βασανίτης < αγγλική bassanite < λατινικά basanites < αρχαία ελληνική βασανίτης < βάσανος (αντιδάνειο) < αρχαία αιγυπτιακά
(bḫn: είδος πετρώματος που χρησιμοποιόταν ως λυδία λίθος)
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]βασανίτης αρσενικό
- (ορυκτολογία) είδος ορυκτού με χημικό τύπο CaSO4·0.5(H2O) ή 2CaSO4·H2O