βατσούλι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /vaˈt͡suli/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βατσούλι ουδέτερο