βεδούρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βεδούρα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βεδούρα θηλυκό ή βεδούρι ουδέτερο

  1. (παλαιότερα) μέτρο όγκου, κυριότερα για δημητριακά
  2. ξύλινο κυλινδρικό δοχείο, με το οποίο οι κτηνοτρόφοι μετέφεραν υγρά, άρμεγαν, έπηζαν το γιαούρτι

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]