βεδούρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βεδούρα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βεδούρα θηλυκό ή βεδούρι ουδέτερο
- (παλαιότερα) μέτρο όγκου, κυριότερα για δημητριακά
- ξύλινο κυλινδρικό δοχείο, με το οποίο οι κτηνοτρόφοι μετέφεραν υγρά, άρμεγαν, έπηζαν το γιαούρτι
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βεδούρα
|