βενζινάδικο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βενζινάδικο ουδέτερο
- κατάστημα λιανικής πώλησης υγρών καυσίμων με αντλίες που μεταφέρουν κατευθείαν τη βενζίνη ή το πετρέλαιο στο ρεζερβουάρ των αυτοκινήτων
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βενζινάδικο