βερμούτ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βερμούτ < (λόγιο δάνειο) γαλλική vermouth < γερμανική Wermut (φυτό άψινθος) [1] < κελτικής προέλευσης[2]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /veɾˈmut/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βερ‐μούτ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βερμούτ ουδέτερο άκλιτο
- (ποτό) οινοπνευματώδες ηδύποτο, που το πίνουν (συνήθως) ως απεριτίφ. Παρασκευάζεται από λευκό κρασί, αιθέρια έλαια (π.χ. αρτεμισία / βερμουτέλαιο), με την προσθήκη ζάχαρης, κανέλας, μοσχοκάρυδου, κασσίας κ.ά.
Παράγωγα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βερμούτ
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ βερμούτ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ποτά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)