βιδέλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βιδέλο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βιδέλο ουδέτερο
- (ιδιωματικό, ζωολογία) το μοσχάρι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βιδέλο
→ δείτε τη λέξη μοσχάρι |
Πηγές
[επεξεργασία]- (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)