βιδολόγος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βιδολόγος οι βιδολόγοι
      γενική του βιδολόγου των βιδολόγων
    αιτιατική τον βιδολόγο τους βιδολόγους
     κλητική βιδολόγε βιδολόγοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Δύο βιδολόγοι.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βιδολόγος < βίδ(α) + -ο- + -λόγος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βιδολόγος αρσενικό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]