βιντεοπροβολέας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βιντεοπροβολέας οι βιντεοπροβολείς
      γενική του βιντεοπροβολέα των βιντεοπροβολέων
    αιτιατική τον βιντεοπροβολέα τους βιντεοπροβολείς
     κλητική βιντεοπροβολέα βιντεοπροβολείς
Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
βιντεοπροβολέας προσαρτημένος στο ταβάνι

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βιντεοπροβολέας (νεολογισμός) < βίντεο + προβολέας < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική video projector

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /vi.de.o.pɾo.voˈle.as/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βι‐ντε‐ο‐προ‐βο‐λέ‐ας

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βιντεοπροβολέας αρσενικό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]