βιοδεδομένα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | βιοδεδομένα | ||
γενική | των | βιοδεδομένων | ||
αιτιατική | τα | βιοδεδομένα | ||
κλητική | βιοδεδομένα | |||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βιοδεδομένα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βιοδεδομένα
|