βιοκίνδυνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βιοκίνδυνος < βιο- + κίνδυνος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική biohazard)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βιοκίνδυνος θηλυκό
- (νεολογισμός) κατάσταση που μπορεί να προκαλέσει βλάβη στην υγεία ή την ασφάλεια ενός ανθρώπου, ζώου ή φυτού λόγω της έκθεσης σε βιολογικούς παράγοντες (μικροοργανισμούς —βακτήρια, ιούς, μύκητες—, τοξίνες κ.λπ.)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Biohazard στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'άνθρωπος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα βιο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)