βλάστηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βλάστηση | οι | βλαστήσεις |
γενική | της | βλάστησης* | των | βλαστήσεων |
αιτιατική | τη | βλάστηση | τις | βλαστήσεις |
κλητική | βλάστηση | βλαστήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, βλαστήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βλάστηση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βλάστηση θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη βλαστός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βλάστηση