βλάχαρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βλάχαρος < βλάχος + μεγεθυντικό επίθημα -αρος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βλάχαρος αρσενικό (θηλυκό βλαχάρα)
- (μειωτικό) μεγεθυντικό του βλάχος: ο άξεστος άνθρωπος
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη βλάχος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βλάχαρος
|
Πηγές
[επεξεργασία]- βλάχος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- βλάχαρος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)