βλάχικα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | βλάχικα | ||
γενική | των | βλάχικων | ||
αιτιατική | τα | βλάχικα | ||
κλητική | βλάχικα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βλάχικα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου βλάχικος στον πληθυντικό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βλάχικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (γλώσσα) → δείτε τη λέξη αρωμουνικά