βλεφαρόσπασμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βλεφαρόσπασμος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική blépharospasme < αρχαία ελληνική βλέφαρον + σπασμός
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /vle.faˈɾo.spa.zmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βλε‐φα‐ρό‐σπα‐σμος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βλεφαρόσπασμος αρσενικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βλεφαρόσπασμος
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αντίλαλος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)