βλογάω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βλογάω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βλογῶ + νεότερο επίθημα -άω < ελληνιστική κοινή εὐλογῶ

βλογάω, αόρ.: βλόγησα, παθ.φωνή: βλογιέμαι, π.αόρ.: βλογήθηκα, μτχ.π.π.: βλογημένος

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]