βολοκόπος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: βωλοκόπος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βολοκόπος οι βολοκόποι
      γενική του βολοκόπου των βολοκόπων
    αιτιατική τον βολοκόπο τους βολοκόπους
     κλητική βολοκόπε βολοκόποι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βολοκόπος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βωλοκόπος, με ορθογραφική απλοποίηση [1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βολοκόπος αρσενικό

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]