βορός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βορός < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βορός αρσενικό

  1. περιφραγμένη αυλή σπιτιού
  2. περιφραγμένη χώρος για φύλαξη ζώων, μαντρί
    ※  Νάχω από πάλιουραν βορό και στρούγγα από ροδάμι | νάχω και σε ψηλήν κορφή καλύβα από ρουπάκια, (Κώστας Κρυστάλλης, Ήθελα νάμουν τσέλιγκας, Ο τραγουδιστής του χωριού και της στάνης, 1893)

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βορός < βιβρώσκω

Επίθετο

[επεξεργασία]

βορός, -ά, -όν

Συγγενικά

[επεξεργασία]