βουνοκορφή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βουνοκορφή οι βουνοκορφές
      γενική της βουνοκορφής των βουνοκορφών
    αιτιατική τη βουνοκορφή τις βουνοκορφές
     κλητική βουνοκορφή βουνοκορφές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Βουνοκορφή στον Καύκασο.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βουνοκορφή < βουν(ό) + -ο- + κορφή

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βουνοκορφή θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]