βουτυρομπεμπές

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βουτυρομπεμπές οι βουτυρομπεμπέδες
      γενική του βουτυρομπεμπέ των βουτυρομπεμπέδων
    αιτιατική τον βουτυρομπεμπέ τους βουτυρομπεμπέδες
     κλητική βουτυρομπεμπέ βουτυρομπεμπέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βουτυρομπεμπές < βουτυρο- + μπεμπές (< μπεμπέ < γαλλικά bébé)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /vu.ti.ɾo.beˈbes/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βου‐τυ‐ρο‐μπε‐μπές

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βουτυρομπεμπές αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]