βούτυρον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
βουτῡρο-
ονομαστική τὸ βούτυρον τὰ βούτυρ
      γενική τοῦ βουτύρου τῶν βουτύρων
      δοτική τῷ βουτύρ τοῖς βουτύροις
    αιτιατική τὸ βούτυρον τὰ βούτυρ
     κλητική ! βούτυρον βούτυρ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βουτύρω
γεν-δοτ τοῖν  βουτύροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βούτυρον < βοῦς, βου- + τυρός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βούτυρον (βούτῡρον) ουδέτερο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]