βρίζα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βρίζα | οι | βρίζες |
γενική | της | βρίζας | των | βριζών |
αιτιατική | τη | βρίζα | τις | βρίζες |
κλητική | βρίζα | βρίζες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βρίζα < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή βρίζα, θρακικής ή μακεδονικής προέλευσης, άγνωστης ετυμολογίας[1]
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βρίζα θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βρίζα
→ δείτε τη λέξη σίκαλη |
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]- βρίζα < άγνωστης ετυμολογίας, ίσως θρακικής ή μακεδονικής προέλευσης[1]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βρίζα θηλυκό
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]- βρίζα: διαλεκτικός τύπος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βρίζα θηλυκό
- αιολικός τύπος του ῥίζα
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
[επεξεργασία]- βρίζα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με άγνωστη ετυμολογία (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική κοινή
- Αιολική διάλεκτος
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)