βρετό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: βρέτο, Βρέτο, Βρετό, Βρεττό
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βρετό τα βρετά
      γενική του βρετού των βρετών
    αιτιατική το βρετό τα βρετά
     κλητική βρετό βρετά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βρετό < πιθανολογείται είτε η προτροπή «βρε το» (βρες το), που ακολουθούσε την εκφώνηση αινιγμάτων, είτε η αρχαία ελληνική εὑρετόν[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /vɾeˈto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βρε‐τό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βρετό ουδέτερο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Κατά τον G.F. Abbott, στο βιβλίο του Macedonian Folklore (1903)· όπως το αναφέρει η Χρυσούλα Χατζητάκη-Καψωμένου στη διδακτορική διατριβή της: Νεοελληνικά λαϊκά αινίγματα. Μορφολογική και λειτουργική ανάλυση (Θεσσαλονίκη: Φιλοσοφική Σχολή ΑΠΘ, 1990), σ. 19, υποσ. 53.

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

βρετό ουδέτερο