βρισιές
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]βρισιές
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του βρισιά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]- αγγλικά : vulgar tongue (en), vulgar language (en), ευφημισμός: colourful language (en), colorful language (en), low language (en)