βρόχι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: βράγχιο
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βρόχι τα βρόχια
      γενική του βροχιού των βροχιών
    αιτιατική το βρόχι τα βρόχια
     κλητική βρόχι βρόχια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βρόχι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βρόχι(ν) < ελληνιστική κοινή βρόχιον < αρχαία ελληνική βρόχος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈvɾo.çi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βρό‐χι
τονικό παρώνυμο: βροχή

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βρόχι ουδέτερο

  1. (λαϊκότροπο) θηλιά (με ειδικό μηχανισμό) με την οποία παγιδεύουμε (μικρά) θηράματα
    ※  Κάθε φορά που ανοίγεις δρόμο στη ζωή, / μην περιμένεις να σε βρει το μεσονύχτι, / έχε τα μάτια σου ανοιχτά βράδυ πρωί, / γιατί μπροστά σου πάντα απλώνεται ένα δίχτυ. // Αν κάποτε στα βρόχια του πιαστείς, / κανείς δε θα μπορέσει να σε βγάλει, / μονάχος βρες την άκρη της κλωστής, / κι αν είσαι τυχερός ξεκινά πάλι. (Από τραγούδι σε στίχους Νίκου Γκάτσου και μουσική Σταύρου Ξαρχάκου)
  2. (μεταφορικά) ξεγέλασμα, πλεκτάνη, παγίδευση

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]