βόλιτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βόλιτα < (άμεσο δάνειο) ιταλική volta με ανάπτυξη ... λόγω της παρουσίας του ... → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βόλιτα θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία](κρητικά):
γενικότερα
- → δείτε τις λέξεις βολτάρω και βολταρίσκω
Διαφορετικό το βολιτάρι (Σαντορίνη, από το βόλος)
Πηγές
[επεξεργασία]- «βόλτα» - ⌘ Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (1933‑2022) ως το λήμμα «δόγης»
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]βόλιτα
- (ουδέτερο) ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του βόλιτον: κοπριές βοδιών
- (αρσενικό) αιτιατική ενικού του βόλιτος (μεταγενέστερος τύπος)