βότσε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βότσε < αρχαία ελληνική βότρυς με ... • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈvo.t͡ʃe/ με δασύ τσ

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βότσε αρσενικό

  1. (φρούτο) το σταφύλι (ο βότρυς)
  2. (συνεκδοχικά, ποτό) το κρασί

Κλιτικοί τύποι

[επεξεργασία]
  • ο βότσε (ονομαστική ενικού)
  • βότσου (πληθυντικός)

Υποκοριστικά

[επεξεργασία]