γαιογνώρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γαιογνώρισμα < γαιο- + γνώρισμα (με την έννοια του σημαδιού που βοηθά κάποιον να αναγνωρίσει, να γνωρίσει)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γαιογνώρισμα ουδέτερο
- λοφίσκος από χώμα, γήλοφος, γεώλοφος, σωρός από χώμα που σωρεύεται σε συγκεκριμένο ύψος και σχήμα ώστε κατά την εκσκαφή περιοχής, από το εξαχθέν χώμα να υπολογίζεται το βάθος στο οποίο αυτή έχει φθάσει ή για την εξαγωγή άλλων συναφών συμπερασμάτων