γαιογνώρισμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γαιογνώρισμα τα γαιογνωρίσματα
      γενική του γαιογνωρίσματος των γαιογνωρισμάτων
    αιτιατική το γαιογνώρισμα τα γαιογνωρίσματα
     κλητική γαιογνώρισμα γαιογνωρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γαιογνώρισμα < γαιο- + γνώρισμα (με την έννοια του σημαδιού που βοηθά κάποιον να αναγνωρίσει, να γνωρίσει)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γαιογνώρισμα ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]