γαλάτη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γαλάτη θηλυκό
- (κυπριακά) άλλη μορφή του αλάτη
Πηγές
[επεξεργασία]- Αθανάσιος Α. Σακελλάριος, Τα Κυπριακά, ή Η εν Κύπρω γλώσσα (Αθήνα: Τύποις Π.Δ.Σακελλαρίου, 1868), σ. 263. Στο Google books· πρόσβαση: 2022-09-28.