γαλανάδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γαλανάδα οι γαλανάδες
      γενική της γαλανάδας των γαλανάδων
    αιτιατική τη γαλανάδα τις γαλανάδες
     κλητική γαλανάδα γαλανάδες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
γαλανάδα < γαλανός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γαλανάδα θηλυκό

  1. η απόχρωση του γαλανού, το γαλανό χρώμα σε μεγάλη έκταση, που πλημμυρίζει και γεμίζει το μάτι
    Η γαλανάδα του τόπου μας
  2. απόχρωση του γαλανού όχι έντονη, σε σώμα στο οποιο λογικά δεν έπρεπε να παρατηρείται
    είχε μια γαλανάδα που ίσως οφειλόταν σε πρόσμιξη ξένων στοιχείων

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
γαλανάδα < γάλα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γαλανάδα θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]