γανωματής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γανωματής οι γανωματές
      γενική του γανωματή των γανωματών
    αιτιατική τον γανωματή τους γανωματές
     κλητική γανωματή γανωματές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γανωματής < γάνωμα (πληθυντικός: γανώματα) + -ής

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γανωματής αρσενικό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]