γανώσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

γανώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος γανώνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γανώνω
  3. θα γανώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γανώνω