γατόπαρδος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γατόπαρδος οι γατόπαρδοι
      γενική του γατόπαρδου των γατόπαρδων
    αιτιατική τον γατόπαρδο τους γατόπαρδους
     κλητική γατόπαρδε γατόπαρδοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
γατόπαρδος

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γατόπαρδος < (λόγιο δάνειο) ιταλική gattopardo < gatto (γάτα) + pardo (όπως στο λεόπαρδος)[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɣaˈto.paɾ.ðos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γα‐τό‐παρ‐δος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γατόπαρδος αρσενικό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]