γαϊδουριά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γαϊδουριά | οι | γαϊδουριές |
γενική | της | γαϊδουριάς | των | γαϊδουριών |
αιτιατική | τη | γαϊδουριά | τις | γαϊδουριές |
κλητική | γαϊδουριά | γαϊδουριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γαϊδουριά < από το γάιδαρος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γαϊδουριά θηλυκό (πληθυντικός γαϊδουριές)
- (μεταφορικά) η ανάγωγη συμπεριφορά
- (μεταφορικά) η αγνωμοσύνη
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γαϊδουριά
|