γαϊδουρογύρευε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ɣai̯.ðu.ɾoˈʝi.ɾe.ve/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γαϊ‐δου‐ρο‐γύ‐ρευ‐ε
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]γαϊδουρογύρευε
- β' ενικό προστακτικής ενεστώτα του ρήματος γαϊδουρογυρεύω
- γ' ενικό οριστικής παρατατικού (γαϊδουρογύρευα) του ρήματος γαϊδουρογυρεύω
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]για την προστακτική: