γαϊδουροφωνάρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γαϊδουροφωνάρα οι γαϊδουροφωνάρες
      γενική της γαϊδουροφωνάρας
    αιτιατική τη γαϊδουροφωνάρα τις γαϊδουροφωνάρες
     κλητική γαϊδουροφωνάρα γαϊδουροφωνάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γαϊδουροφωνάρα < γαϊδούρι + -ο- + φωνή + μεγεθυντικό επίθημα -άρα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γαϊδουροφωνάρα θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]