γαϊδουρόβηχας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γαϊδουρόβηχας | οι | γαϊδουρόβηχες |
γενική | του | γαϊδουρόβηχα | των | γαϊδουρόβηχων |
αιτιατική | τον | γαϊδουρόβηχα | τους | γαϊδουρόβηχες |
κλητική | γαϊδουρόβηχα | γαϊδουρόβηχες | ||
Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη. | ||||
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]γαϊδουρόβηχας < γαϊδουρό- + βήχας
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γαϊδουρόβηχας αρσενικό
- ένας άγριος, ξερός, κουραστικός βήχας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γαϊδουρόβηχας
|