γεγές
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γεγές αρσενικό
- νεαρός της δεκαετίας του '60 και του '70 με μακριά μαλλιά και έξαλλο για την εποχή ντύσιμο, που ακούει ξένη ροκ μουσική
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γεγές
|