γεγωνίσκω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

γεγωνίσκω < από το γέγωνα, παρακείμενος με σημασία ενεστ., σαν να υπήρξε ενεστώτας γεγώνω ή γεγωνέω

γεγωνίσκω (ως μορφή ενεστώτα του γέγωνα)

  1. φωνάζω δυνατά
  2. (με αιτιατική) διακηρύσσω

Συγγενικά

[επεξεργασία]