γεγωνίσκω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]γεγωνίσκω < από το γέγωνα, παρακείμενος με σημασία ενεστ., σαν να υπήρξε ενεστώτας γεγώνω ή γεγωνέω
Ρήμα
[επεξεργασία]γεγωνίσκω (ως μορφή ενεστώτα του γέγωνα)
- φωνάζω δυνατά
- (με αιτιατική) διακηρύσσω
Συγγενικά
[επεξεργασία]- γεγωνός, όν (επίθετο από τη μετοχή)