γελοιοποιώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γελοιοποιώ < γελοίος + ποιώ

γελοιοποιώ

  1. κάνω κάποιον ή κάτι να φαίνεται γελοίος
    η απόδραση του επικίνδυνου κακοποιού γελοιοποίησε τα μέτρα ασφαλείας
  2. κάνω κάτι να φαίνεται λιγότερο σοβαρό απ' ό,τι είναι, προσπαθώ να διασκεδάσω τις εντυπώσεις

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]