γεμίσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]γεμίσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γεμίζω
- θα γεμίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γεμίζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]γεμίσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του γέμιση