γεναριάτικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ʝe.naˈɾʝa.ti.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γε‐να‐ριά‐τι‐κος
Επίθετο
[επεξεργασία]γεναριάτικος, -η, -ο
- του Γενάρη, του Ιανουαρίου
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- φεβρουαριανός / φεβρουαριάτικος / φλεβαριάτικος
- μαρτιάτικος
- απριλιανός / απριλιάτικος
- μαγιάτικος
- ιουνιανός
- ιουλιανός
- αυγουστιανός / αυγουστιάτικος
- σεπτεμβριανός / σεπτεμβριάτικος
- οκτωβριανός / (οικείο) οκτωβριάτικος
- νοεμβριανός / (οικείο) νοεμβριάτικος
- δεκεμβριανός / δεκεμβριάτικος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γεναριάτικος
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ γεναριάτικος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας