γενειάδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γενειάδα οι γενειάδες
      γενική της γενειάδας των γενειάδων
    αιτιατική τη γενειάδα τις γενειάδες
     κλητική γενειάδα γενειάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
άνδρας με γενειάδα

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γενειάδα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γενειάς από την αιτιατική «τὴν γενειάδα» < γένειον. → δείτε και τη λέξη γένι

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʝe.niˈa.ða/ & /ʝeˈɲa.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γε‐νει‐ά‐δα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γενειάδα θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

γενειάδα θηλυκό