γεννήτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γεννήτης < γεννάω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γεννήτης-ου αρσενικό

  • στον πληθυντικό, οι γεννῆται, αρχηγοί γένους ή οικογενείας
  • εἰς τοὺς γεννήτας καὶ εἰς τοὺς φράτορας ἐνέγραψε


Σημειώσεις

[επεξεργασία]

Σημειώσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]