γεννήτορας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γεννήτορας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γεννήτωρ από την αιτιατική «τὸν γεννήτορα»
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γεννήτορας αρσενικό
- ο γονιός
- (συνήθως στον πληθυντικό) οι πρόγονοι
- (προγραμματισμός) μία συνάρτηση, υπορουτίνα ή υποπρόγραμμα, η οποία κάθε φορά που καλείται παράγει μία τιμή από μία σειρά προκαθορισμένων τιμών, εφαρμόζοντας την τεχνική της «οκνηρής αποτίμησης»,
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλακας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Προγραμματισμός (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)