γενναιόφρων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | γενναιόφρων & γενναιόφρονας |
η | γενναιόφρων | το | γενναιόφρον |
γενική | του | γενναιόφρονος & γενναιόφρονα |
της | γενναιόφρονος | του | γενναιόφρονος |
αιτιατική | τον | γενναιόφρονα | τη | γενναιόφρονα | το | γενναιόφρον |
κλητική | γενναιόφρων & γενναιόφρονα |
γενναιόφρων | γενναιόφρον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | γενναιόφρονες | οι | γενναιόφρονες | τα | γενναιόφρονα |
γενική | των | γενναιοφρόνων | των | γενναιοφρόνων | των | γενναιοφρόνων |
αιτιατική | τους | γενναιόφρονες | τις | γενναιόφρονες | τα | γενναιόφρονα |
κλητική | γενναιόφρονες | γενναιόφρονες | γενναιόφρονα | |||
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. | ||||||
ομάδα '-ων-ονας', Κατηγορία όπως «μετριόφρων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γενναιόφρων < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική γενναιόφρων[1] < αρχαία ελληνική γενναῖος + -ό- + -φρων (φρήν)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ʝe.neˈo.fɾon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γεν‐ναι‐ό‐φρν
Επίθετο
[επεξεργασία]γενναιόφρων, -ων, -ον
- (λόγιο) ο μεγαλόψυχος
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γενναιόφρων
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ γενναιόφρων - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα '-ων-ονας' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'μετριόφρων' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ό- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -φρων (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)