γερανοφόρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]γερανοφόρος, -α, -ο
- που φέρει γερανό ή γερανούς
- γερανοφόρος εξοπλισμός λιμένος, γερανοφόρα εγκατάσταση, γερανοφόρο όχημα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γερανοφόρος
|